- νυκτερῖτις
- νυκτερ-ῖτις, ιδος, ἡ,A = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Ps.-Dsc.2.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτερῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερίτι — νυκτερῑτις, ιδος, ἡ (Α) το φυτό αναγαλλίς η κυανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + επίθημα ίτις (πρβλ. στολ ίτις)] … Dictionary of Greek
νυκτερίτιδος — νυκτερί̱τιδος , νυκτερῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)